- κατέφησεν
- κατάφημιassentaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάφημι — (Α) 1. συναινώ με νεύμα, παραδέχομαι, συγκατανεύω 2. ανακοινώνω («νόμοι οὓς κατέφησεν θεὸς Ἰουδαίοις», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φημί «λέγω»] … Dictionary of Greek